Οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (ελκώδης κολίτιδα και ν Crohn) προσβάλουν συνήθως άτομα αναπαραγωγικής ηλικίας. Για το λόγο αυτό μία σειρά από ερωτήματα σχετικά με την επίδραση της νόσου στην αναπαραγωγική διαδικασία απασχολούν τόσο τους ασθενείς  όσο και τους γιατρούς τους.

Κληρονομικότητα και ΙΦΝΕ. Εάν ο ένας γονέας πάσχει από ΙΦΝΕ ο κίνδυνος να προσβληθεί το παιδί του από τη νόσο, κάποια στιγμή στη διάρκεια της ζωής του, είναι 2-13 φορές μεγαλύτερος από αυτόν του γενικού πληθυσμού. Αν και οι δύο γονείς είναι πάσχοντες η πιθανότητα εμφάνισης της νόσου και στα παιδιά είναι ιδιαίτερα υψηλή (36%). Φαίνεται ότι η κληρονομική προδιάθεση είναι περισσότερο έντονη στη νόσο του Crohn και λιγότερο στην ελκώδη κολίτιδα.

Γονιμότητα και ΙΦΝΕ. Κατά κανόνα ασθενείς (άντρες και γυναίκες) με ΙΦΝΕ έχουν ποσοστά γονιμότητας τα οποία δε διαφέρουν σημαντικά από τα αντίστοιχα του γενικού πληθυσμού. Όμως, γυναίκες ασθενείς οι οποίες έχουν υποβληθεί σε ειλεοπρωκτική αναστόμωση με σχηματισμό νεοληκύθου (pouch) καθώς  και σε ολική  κολεκτομή με ειλεοστομία εμφανίζουν συχνά υπογόνιμότητα, πιθανώς λόγω συμφύσεων στην κοιλιακή χώρα. Τέλος, σε άντρες ασθενείς  με ΙΦΝΕ  κατά τη διάρκεια έξαρσης της νόσου ελαττώνεται η ποσότητα και διαταράσσεται η ποιότητα του σπέρματος με αποτέλεσμα να  μειώνεται η δυνατότητα τεκνοποίησης. Για το λόγο αυτό, έχει ιδιαίτερη σημασία η ταχεία αντιμετώπιση των εξάρσεων και η συμμόρφωση με την αγωγή συντήρησης από ασθενείς οι οποίοι επιθυμούν να τεκνοποιήσουν.

Επίδραση της κύησης στην πορεία της ΙΦΝΕ. Η κύηση και ο τοκετός δεν αποτελούν εκλυτικούς παράγοντες έξαρσης της ΙΦΝΕ. Επομένως, ο φόβος πιθανής έξαρσης δεν πρέπει να αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για την προσπάθεια τεκνοποίησης.

Τοκετός και ΙΦΝΕ. Οι γυναίκες ασθενείς με ΙΦΝΕ εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο πρόωρου τοκετού, γέννησης ελλιποβαρών νεογνών, και νεογνών με συγγενείς διαμαρτίες. Έχει μάλιστα διαπιστωθεί ότι ο κίνδυνος αυτός πολλαπλασιάζεται όταν η νόσος βρίσκεται σε έξαρση. Για το λόγο αυτό η κύηση ασθενών με ΙΦΝΕ θεωρείται κύηση υψηλού κινδύνου. Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται από έμπειρο γυναικολόγο και να βρίσκονται σε συνεχή επαφή με το θεράποντα γαστρεντερολόγο τους για την ταχεία αντιμετώπιση πιθανής έξαρσης.

Κύηση και φάρμακα. Σε κύηση και λοχεία η λήψη κάθε φαρμάκου πρέπει πάντα να γίνεται μετά από συνεννόηση με τους θεράποντες ιατρούς (γαστρεντερολόγο και γυναικολόγο). Στις επόμενες παραγράφους παραθέτουμε ορισμένα στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της ΙΦΝΕ στην κύηση και τη λοχεία

Αμινοσαλικυλικά (σουλφασαλαζίνη, μεσαλαζίνη). Σχετικά ασφαλή φάρμακα, φαίνεται ότι δε συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο συγγενών διαμαρτιών. Μπορεί να χορηγηθούν με ασφάλεια σε κύηση και θηλασμό.

Σε σπάνιες περιπτώσεις βρέφη που θηλάζουν από μητέρες που λαμβάνουν μεσαλαζίνη μπορεί να εμφανίσουν διάρροιες. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να διακόπτεται το  φάρμακο.

Αντιβιοτικά. Δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια της σιπροφλοξασίνης (ciproxin) και της μετρονιδαζόλης (flagyl) στην κύηση. Με δεδομένο όμως το ότι η αποτελεσματικότητα αυτών των φαρμάκων στην αντιμετώπιση της ΙΦΝΕ δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη, η χορήγησή τους στην κύηση πρέπει να αποφεύγεται. Εξαίρεση αποτελεί η αντιμετώπιση της περιπρωκτικής νόσου και της ληκυθίτιδας.

Κορτικοστεροειδή. Τα δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια των κορτικοστεροειδών (και της βουδεσονίδης) στην κύηση είναι αντικρουόμενα. Όμως εκείνο το οποίο είναι βέβαιο είναι ότι το θεραπευτικό όφελος από τη χορήγησή τους υπερβαίνει τις, όχι βέβαιες, επιπλοκές στο έμβρυο. Για το λόγο αυτό όπου υπάρχει πραγματικά ένδειξη πρέπει να χορηγούνται. Τα κορτικοστεροειδή μπορεί να χορηγηθούν με ασφάλεια στην περίοδο του θηλασμού, ενώ δεν υπάρχουν δεδομένα για την ασφάλεια της βουδεσονίδης στη λοχεία.

Μεθοτρεξάτη. Είναι τερατογόνος ουσία η οποία δεν πρέπει να χορηγείται σε έγκυες γυναίκες ή σε γυναίκες που βρίσκονται σε προσπάθεια τεκνοποίησης. Επίσης, επειδή περνάει και στο μητρικό γάλα δεν πρέπει να χορηγείται και σε γυναίκες που θηλάζουν.

Αζαθειοπρίνη. Σε ζώα έχει διαπιστωθεί ότι έχει τερατογόνο δράση. Τα δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια της σε ανθρώπους είναι πτωχά. Η συνηθισμένη πρακτική είναι ότι διακόπτεται σε περίπτωση κύησης. Τέλος, επειδή περνάει και στο μητρικό γάλα δεν πρέπει να χορηγείται και σε γυναίκες που θηλάζουν

Infliximab-adalimumab. Πρόκειται για νέο σχετικά φάρμακα, για την ασφάλεια των οποίων στην κύηση δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα. Οι πρώτες μελέτες είναι ενθαρρυντικές καθώς φαίνεται ότι μπορεί να χορηγηθουν με σχετική ασφάλεια στα δύο πρώτα τρίμηνα της κύησης, πρεπει όμως να διακοπούν κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου. . Σίγουρα όμως απαιτούνται περισσότερες μελέτες για να οδηγηθούμε σε ασφαλές συμπέρασμα. Τέλος, δεν υπάρχουν δεδομένα για την ασφάλεια τους στη λοχεία.

ΚΛΕΙΣΤΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ 210-9757720
693-7661245
ΣΤΕΙΛΤΕ ΜΗΝΥΜΑ[email protected]